- ἐκλῄζετο
- κλῄζω 1make famousimperf ind mp 3rd sgκλῄζω 2shutimperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐκλῄζεθ' — ἐκλῄζετο , κλῄζω 1 make famous imperf ind mp 3rd sg ἐκλῄζετε , κλῄζω 1 make famous imperf ind act 2nd pl ἐκλῄζετο , κλῄζω 2 shut imperf ind mp 3rd sg ἐκλῄζετε , κλῄζω 2 shut imperf ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλήζω — (I) κλῄζω (AM, Μ και Α ιων. τ. κληΐζω, Μ και Α δωρ. τ. κλεΐζω) καλώ, ονομάζω (α. «σὲ νῦν μὲν ἥδε γῆ σωτῆρα κλῄζει», Σοφ. β. «οἱ δὲ Περσεῖδαι ἀπὸ Περσέως κλῄζονται», Ξεν.) αρχ. 1. κάνω κάποιον διάσημο, φημίζω, δοξάζω, εγκωμιάζω με ύμνους («κλῆσον … Dictionary of Greek